- ακιδνός
- ἀκιδνός, -ή, -ὸν (Α)1. αδύνατος, ασθενής2. ευτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιωνική που απαντά στον Όμηρο -πάντα σε συγκριτικό βαθμό-, τον Ιπποκράτη και τους Αλεξανδρινούς ποιητέςείναι άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλές άλλες λέξεις παρόμοιας σημασίας. Αν το -δ- τής λ. ἀκιδνὸς είναι ληκτικό τής ρίζας, τότε είναι δυνατόν να συνδέεται με τη λ. ακιρός*την άποψη αυτή ενισχύει και το επίθ. ἀκιδρός, παράλληλος τ. τού επιθ. ἀκιδνός, που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από συμφυρμό των λ. ἀκιδνὸς και ἀκιρός. Από τον τ. ἀκιδρὸς προέρχεται το ρήμα ἀκιδρωπάζω τού Ησύχ. που σημαίνει «έχω ασθενή δράση». Κατά τον Willamowitz το επίθ. ἀκιδνὸς συνδέεται με τη λ. κίρων «αδύνατος προς συνουσίαν» τού Ησυχίου].
Dictionary of Greek. 2013.